Ο όρος 'as a result' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
and
- as such
- consequentially
- follow
- following
- from
- in consequence
- on the back of
- sequent
- through
|
as a result
ορισμός |
στα ισπανικά |
στα γαλλικά |
συνώνυμα στα αγγλικά |
αγγλικές συμφράσεις |
Conjugator [EN] |
σε χρήση |
εικόνες
|
|
||||||||||||||||